Abbildungen der Seite
PDF
EPUB

cliff, σκόπελος, ου, sub. m. 3.

I close, κλείω, κλείσω, * κέκλεικα, υ. 5. cluster, βότρυς, vos, sub. m. 2. cont. clustering, βοτρυώδης, ες, adj. 2.

Clytemnestra, Κλυταιμνήστρα, ας, sub. f. 2. coast, ἀκτή, ἧς, sub. f. 2.

I coin, κόπτω, κόψω, perf. in use, κέκοπα, υ. 1. cold, ψυχρός, ά, όν, adj. 1.

I collect, συλλέγω, συλλέξω, συλλέλεχα, υ. 2. I collect-together, συναγείρω, συναγερῶ, * συνήγερκα, ν. 4.

colony, ἀποικία, as, sub. f. 2. comb, κτείς, κτενός, sub. m. 5.

I comb, κτενίζω, κτενίσω, (ἐκτένικα), υ. 3. combatant, ἀγωνιστής, οὔ, sub. m. 1.

I come-near, πελάζω, πελάσω, (πεπέλακα), υ. 3. (gov. dat.)

I come, ἔρχομαι, (cogn. r. ἐλεύθω), ἐλεύσομαι, ἐλήλύθα, 2. αον. ἦλθον, v. def.

I come-to-rescue, βοηθέω, βοηθήσω, βεβοήθηκα, υ. 5. I come-up-against, ἐπέρχομαι, (ἐλεύθω), ἐπελεύσο μαι, ἐπελήλυθα, 2. aor. ἐπῆλθον, v. def. comely, ὡραῖος, ια, τον, adj. 1.

command, πρόσταγμα, ατος, sub. n. 5.

I command, κελεύω, κελεύσω, κεκέλευκα, υ. 5.
I commend, ἐγκωμιάζω, ἐγκωμιάσω, ἐγκεκωμίακα,

I commit, πράσσω, πράξω, πέπραχα, υ. 2. companion, ἑταῖρος, ου, sub. m. 3.

compassionate, οἰκτίρμων, ον, adj. 2.

I compel, ἀναγκάζω, ἀναγκάσω, *ἠνάγκακα, υ. 3. complaint, ὀδυρμός, ού, sub. m. 3.

comrade, ἑταῖρος, ου, sub. m. 3.

I conceal, κρύπτω, κρύψω, *κέκρυφα, 2. aor. p. ἔκρυ βην, υ. 1.

concerning, περί, prep. (gov.gen. also dat. and acc.) I condemn, καταγινώσκω, (r. γνόω), καταγνώσομαι, κατέγνωκα, ν. anom.

condemnation, κατάγνωσις, εως, sub. f. 2. cont. I confess, ὁμολογέω, ὁμολογήσω, ὡμολόγηκα, ν. 5. I confine, είργνυμι, (r. εἴργω), εἴρξω, εἶρχα, v. in μι. I confirm, βεβαιόω, βεβαιώσω, βεβεβαίωκα, ν. 5. conflagration, ἔμπρησις, εως, sub. f. 2. cont. confusedly, ἀνάμιγδα, adv.

confusion, ταραχή, ἧς, sub. f. 2.

I conquer, νικάω, νικήσω, νενίκηκα, υ. 5. conquered, part. pass. of νικάω.

conqueror, νικητής, οὓ, sub. m. 1.

I consecrate, ἱερόω, ἱερώσω (ἱέρωκα), υ. 5.
I consider, νομίζω, νομίσω, νενόμικα, υ. 3.
considerable, μέγας, μεγάλη, μέγα, adj. 1.
conspiracy, συνωμοσία, as, sub. f. 2.
conspirator, συνωμότης, ου, sub. m. 1.
I constrain, βιάζω, βιάσω, (βεβίακα), ν. 3.

I construct, κατασκευάζω, κατασκευάσω, κατε σκεύακα, ν. 3.

I consult, βουλεύω, βουλεύσω, βεβούλευκα, υ. 5.
I consume, διαφθείρω, διαφθερῶ, διέφθαρκα, ν. 4.
I contemplate, θεωρέω, θεωρήσω, τεθεώρηκα, υ. 5.
I contend, ἀγωνίζομαι, ἀγωνίσομαι and ιοῦμαι,
ἠγώνισμαι, v. dep.

contention, ἀντιλογία, as, sub. f. 2.
contest, ἅμιλλα, ης, sub. f. 2.

I continue, μένω, μενῶ, μεμένηκα, υ. 4. contrivance, μηχανή, ἧς, sub. f. 2.

I contrive, μηχανάομαι, μηχανήσομαι, (μεμηχάνη μαι), v. dep.

υ.

contriver, ῥαφεύς, έως, sub. m. 3. cont.

I control, κρατύνω, κρατύνω, (κεκράτυγκα), ν. 4. (gov. gen.)

I converse, διαλέγω, διαλέξω, διαλέλεχα, υ. 2. cook, μάγειρος, ου, sub. m. 3.

corner, γωνία, as, sub. f. 2.

I corrupt, φθείρω, φθερῶ, ἔφθαρκα, 2. aor. ἔφθαρον,

v. 4.

Corybant, Κορύβας, αντος, sub. m. 5.

costly, δαπανηρός, ά, όν, adj. 1. couch, δέμνιον, ου, sub. n. 3.

counsel, βούλευμα, ἅτος, sub. n. 5.

counsellor, σύμβουλος, ου, sub. m. 3.

I count, ἀριθμέω, ἀριθμήσω, * ἠρίθμηκα, υ. 5.

I count-worthy, ἀξιόω, ἀξιώσω, ἠξιώκα, υ. 5.

countless, ἀνάριθμος, ον, adj. 2.

country, πατρίς, ἶδος, sub. f. 5.

courage, ἀνδρεία, as, sub f. 2.
courier, ἄγγαρος, ου, sub. m. 3.
course, δρόμος, ου, sub. m. 3.
court, αὐλή, ἧς, sub. f. 2.

I cover, καλύπτω, καλύψω, * κεκάλυφα, ν. 1.
I covet, ὀρέγω, ὀρέξω, * ὤρεχα, υ. 2.
coward, δειλός, οῦ, sub. m. 3.

cowardly, δειλός, ή, όν, adj. 1.
craftiness, δεινότης, ητος, sub. f. 5.
Creon, Κρέων, οντος, sub. m. f.
Cretan, Κρής, Κρητός, sub. m. 5.
Crete, Κρήτη, ης, sub. f. 2.
Creusa, Κρέουσα, ης, sub. f. 2.
crime, ἁμάρτημα, ἅτος, sub. n. 5.
criminal, παραβάτης, ου, sub. m. 1.
Critias, Κριτίας, ου, sub. m. 1.
Crito, Κρίτων, ωνος, sub. m. 5.

Crosus, Κροῖσος, ου, sub. m. 3.

crooked, στρεβλός, ή, όν, adj. 1.

crossing, διάβασις, εως, sub. f. 2. cont.

crowd, ὄχλος, ου, sub. m. 3.

I crown, στεφανόω, στεφανώσω, ἐστεφάνωκα, ν. 5.

cruel, ὤμος, η, ον, adj. 1.

cruelty, χαλεπότης, ητος, sub. f. 5.

I crush, συντρίβω, συντρίψω, * συντέτριφα, υ. 1. Ctesiphon, Κτησιφῶν, ῶντος, sub. m. 5. cuirass, θώραξ, ακος, sub. m. 5.

I cultivate, ἀσκέω, ἀσκήσω, ἤσκηκα, υ. 5. cup, κύπελλον, ου, sub. n. 3.

customary, νόμιμος, η, ον, adj. 1.

I cut, τέμνω, (r. τέμω), τεμῶ, τέτμηκα, 2. aor. ἔτα μον, υ. 4.

I cut-off, ἀποκόπτω, ἀποκόψω, *ἀποκέκοφα, v. 1. Cybele, Κυβέλη, ης, sub. f. 2.

Cyrus, Kúpos, ou, sub. m. 3.

D.

dagger, ἐγχειρίδιον, ου, sub. n. 3.

daily, adv. καθ' ἡμέραν.

damp, vypós, á, óv, adj. 1.

damsel, κόρη, ης, sub. f.2.

danger, κίνδυνος, ου, sub. m. 3.

dangerous, ἐπικίνδυνος, ον, adj. 2.

I dare, (τλῆμι), (cogn.r. τλάω), τλήσομαι, τέτληκα,

v. in μι.

dark, σκοτεινός, ή, όν, adj. 1.

dark-benched, μελανόζυξ, υγος, adj. 3.
dark-skinned, μελαγχρώς, ώτος, adj. 3.

darkness, σκότος, ου, sub. m. 3.
dart, βέλος, εος, ους, sub. n. 1. cont.
daughter, θυγάτηρ, έρος, sub. f. 5.

« ZurückWeiter »